ερωτιάρης

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

-α, -ικο και ερωτιάρικος, -η, ο
ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κιτρινιάρης, κοκαλιάρης, ψωριάρης κ.ά.)].