εφορεύω

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφορεύω) έφορος
εφορώ, επιβλέπω κάτι, εποπτεύω, επιτηρώ, επιστατώ
νεοελλ.
1. εκτελώ καθήκοντα εφόρου, είμαι έφορος
μσν.
εκκλ. εκτελώ χρέη επισκόπου
αρχ.
(στη Σπάρτη) είμαι έφορος ή αναπληρωτής εφόρου.