εἰδότως

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδότως Medium diacritics: εἰδότως Low diacritics: ειδότως Capitals: ΕΙΔΟΤΩΣ
Transliteration A: eidótōs Transliteration B: eidotōs Transliteration C: eidotos Beta Code: ei)do/tws

English (LSJ)

Adv. of εἰδώς, knowingly, Aeschin.1.111; as one who knows, scientifically, Arist.Ph.188a5.

Spanish (DGE)

adv. sobre εἰδώς con conocimiento εἰ. καὶ σαφῶς Aeschin.1.111, op. ἀνεπιστάτως M.Ant.6.42, cf. Poll.5.144
científicamente οὐκ εἰ. μὲν λέγεται, ὀρθῶς δὲ λέγεται Arist.Ph.188a5.

German (Pape)

[Seite 724] kundig, geschickt; Aesch. 1, 111; Arist. phys. ausc. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
sciemment, avec connaissance.
Étymologie: εἰδώς.

Russian (Dvoretsky)

εἰδότως:
1 со знанием дела (διεξιέναι περὶ τοῦ πράγματος Aeschin.);
2 сознательно (οὐ εἰ. μὲν λέγεσθαι, ὀρθῶς δέ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰδότως: ἐπίρρ. τοῦ εἰδώς, ἐν γνώσει, ἐκ προνοίας, Αἰσχίν. 15. 40, Ἀριστ. Φυσ. 1, 4, 12.

Greek Monolingual

(AM εἰδότως) επίρρ.
με τέλεια γνώση, επιστημονικά.

Greek Monotonic

εἰδότως: επίρρ. του εἰδώς, εν γνώσει, με επίγνωση, σε Αισχίν.

Middle Liddell

[adverb of εἰδώς,]
knowingly, Aeschin.