εἰνάλιος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰνάλιος Medium diacritics: εἰνάλιος Low diacritics: εινάλιος Capitals: ΕΙΝΑΛΙΟΣ
Transliteration A: einálios Transliteration B: einalios Transliteration C: einalios Beta Code: ei)na/lios

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἐνάλιος.

Spanish (DGE)

v. ἐνάλιος.

German (Pape)

[Seite 733] p. = ἐνάλιος; κῆτος Od. 4, 443; εἰναλίη κήξ, κορῶναι, 5, 67. 15, 478; εἰναλία Ἔλευσις Pind. Ol. 9, 106; Theocr. 21, 39 u. a. D.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἐνάλιος.

Russian (Dvoretsky)

εἰνάλιος: Hom., Pind., Soph. = ἐνάλιος.

Greek (Liddell-Scott)

εἰνάλιος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐνάλιος.

English (Autenrieth)

(ἅλς): in or of the sea, sea-. (Od.)

English (Slater)

εἰνάλιος v. ἐννάλιος.

Greek Monolingual

βλ. ενάλιος.

Greek Monotonic

εἰνάλιος: -η, -ον, ποιητ. αντί ἐνάλιος.

Middle Liddell

εἰνάλιος, η, ον poet. for ἐνάλιος.]