εἰσέλασις

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσέλᾰσις Medium diacritics: εἰσέλασις Low diacritics: εισέλασις Capitals: ΕΙΣΕΛΑΣΙΣ
Transliteration A: eisélasis Transliteration B: eiselasis Transliteration C: eiselasis Beta Code: ei)se/lasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, charge, of scythe-chariots, Plu.Art.7.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
carga, ataque de carros διακόψοντα τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plu.Art.7, τῶν ἵππων Sch.Er.Il.15.258-259.

German (Pape)

[Seite 742] ἡ, das Eindringen, Plut. Artax. 7.

Russian (Dvoretsky)

εἰσέλᾰσις: εως ἡ стремительная атака, (тактический) удар (διακόψαι τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσελαύνειν, εἰσβολή, Πλουτ. Ἀρτοξ. 7.

Greek Monolingual

εἰσέλασις, η (Α)
1. εισβολή
2. είσοδος στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.