εὐαγγελισμός
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
German (Pape)
[Seite 1054] ὁ, das Verkünden froher Botschaft, übh. Evangelium, K. S.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὐαγγελισμός) ευαγγελίζομαι
εκκλ. η αναγγελία από τον αρχάγγελο Γαβριήλ στην Παρθένο Μαρία ότι έμελλε να ενσαρκωθεί σε Αυτήν ο Υιός του Θεού
νεοελλ.-μσν.
ως κύριο όν. ο Ευαγγελισμός
η εκκλησιαστική γιορτή που τελείται την 25η Μαρτίου προς ανάμνηση του ανωτέρω γεγονότος
αρχ.
η πράξη του ευαγγελίζομαι, η αναγγελία χαρμόσυνης είδησης.