εὐδιάχυτος
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
εὐδιάχυτον,
A easily dissolved, φάρμακα ὑπὸ τῶν κοιλιῶν Arist. Pr.864a29; γῆ Thphr. CP 3.2.6.
2 easily diffused, ἀήρ Placit.4.13.11.
3 flexible, Sch.Pi.P.1.17.
II easily relieved, τὴν ὄρεξιν εὐ. ἔχειν Epicur.Sent.26.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht in Fluß zu bringen, aus einander zu gießen, ὕδωρ εὐδ. κα ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Plut. de prim. frig. 11; von der Luft, id.; – leicht zu verdauen, Arist. probl. 1, 42; von der Erde, locker.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à liquéfier, à dissoudre.
Étymologie: εὖ, διαχέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάχῠτος:
1 весьма текучий (ὕδωρ Plut.);
2 легко разжижаемый, без труда растворяющийся (φάρμακα ὑπὸ τῶν χοιλιῶν и ταῖς κοιλιαῖς Arst.);
3 легко рассеивающийся (ἀήρ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάχῠτος: -ον, εὐκόλως διαλυόμενος φάρμακα Ἀριστ. Πρβλ. 1. 42· γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 6· ἀὴρ Πλούτ. 2. 901Β· τὴν ὄρεξιν εὐδ. ἔχειν Διογ. Λ. 10. 149.
Greek Monolingual
εὐδιάχυτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που διαχέεται εύκολα
αρχ.
1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.)
2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)].