εὐθεώρητος

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθεώρητος Medium diacritics: εὐθεώρητος Low diacritics: ευθεώρητος Capitals: ΕΥΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eutheṓrētos Transliteration B: eutheōrētos Transliteration C: eftheoritos Beta Code: eu)qew/rhtos

English (LSJ)

εὐθεώρητον,
A easily seen or observed, Arist.HA578a20, Thphr. HP1.1.1 (Comp.); τινι D.S.19.37.
2 easy to perceive, Arist. Rh. 1376b31; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος it is easy to conduct an inquiry about... Id.GA724a17; οὐκ ἔστιν εὐ. ποτέρως… Id.SE180b3; τίνες εἰσὶ καὶ πόσαι… Iamb. Comm.Math.24: c. acc. et inf., Phld.Herc.1251.7.

German (Pape)

[Seite 1068] leicht zu sehen, zu beobachten, Arist. H. A. 6, 27 rhet. 1, 15; τινί, D. S. 19, 37; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος, man kann das leicht einsehen, Arist. gen. an. 1, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à percevoir, à connaître ou à comprendre.
Étymologie: εὖ, θεωρέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐθεώρητος:
1 легко заметный, хорошо видимый Arst., Plut.;
2 легко воспринимаемый, ощутительный Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεώρητος: -ον, εὐκόλως ὁρώμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 27· τινι, ὑπό τινος, Διόδ. 19. 37. 2) εὐνόητος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 25· εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 32· οὐκ ἔστιν εὐθ. ποτέρως... ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλεγχ. 25. 3.

Greek Monolingual

εὐθεώρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῖς πολεμίοις εὐθεώρητον», Διόδ.)
2. ευκολονόητος, ευνόητος («καὶ γὰρ ταῦτα εὐθεώρητα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεωρώ].