περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
att. c. εὔγλωσσος.
Ἀπό τό εὖ + γλῶττα.Παράγωγα: εὐγλωττία (=εὐφράδεια), εὐγλωττέω, εὐγλωτίζω.
att. = εὔγλωσσος.