εὔγλωττος

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. εὔγλωσσος.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό εὖ + γλῶττα.
Παράγωγα: εὐγλωττία (=εὐφράδεια), εὐγλωττέω, εὐγλωτίζω.

German (Pape)

att. = εὔγλωσσος.