εὐφράδεια
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, correctness of language, Phld.Rh.1.165 S., S.E. M.1.98.
Greek Monolingual
η (Α εὐφράδεια, ιων. και επικ. τ. εὐφραδίη) ευφραδής
ευγλωττία, ευχέρεια λόγου
νεοελλ.
καλλιέπεια, γλαφυρότητα
αρχ.
η ορθή χρήση της γλώσσας («τῶν μέγα δυνηθέντων ἐν εὐφραδείᾳ καὶ ἑλληνισμῷ παλαιῶν», Σέξτ. Εμπ.).
Russian (Dvoretsky)
εὐφράδεια: ἡ правильность или изящество речи Sext.
German (Pape)
ἡ, Richtigkeit des Ausdrucks, Wohlredenheit, Sext.Emp. und andere Spätere