ζοχαδιακός
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
-ή, -ό ζοχάδα
1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός
2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος.