Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύποτο

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

το (Α ἡδύποτος, -ον)
αυτός που πίνεται ευχάριστα, γλυκός στη γεύσηἡδύποτος οἶνος», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύποτο
οινοπνευματώδες ποτό που περιέχει οινόπνευμα με χυμό καρπών και ζάχαρη, το λικέρ
αρχ.
η ηδυπότις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότος (< πίνω) πρβλ. α-κατά-ποτος, ολιγό-ποτος].