ημίπληκτος
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία («ήτο ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πληκτος (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. έκ-πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].