Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
-η, -ο (Α ἡμίτμητος,-ον)
αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τμη-τος (< τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ά-τμη-τος, δορί-τμητος].