ηχολήπτης

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

ο
ο υπεύθυνος για την εγγραφή του ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. αναλήπτης, παραλήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-engineer].