θεηδόχος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
θεηδόχον, poet. for θεοδόχος, Nonn. D. 13.96.
Greek Monolingual
θεηδόχος, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί θεοδόχος)
1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό
2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την παραλία όπου παρουσιάστηκε ο Χριστός στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», Νόνν.].
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεη- (βλ. θεο-) + -δόχος < δέχομαι, πρβλ. ξενοδόχος, υδροδόχος].