θεόφιν
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
Ep. gen. and dat., sg. and pl., of θεός.
French (Bailly abrégé)
gén. et dat. pl. épq. de θεός.
Russian (Dvoretsky)
θεόφιν: эп. gen. и dat. sing. и pl. к θεός I.
Greek (Liddell-Scott)
θεόφιν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ θεός.
Greek Monotonic
θεόφιν: Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του θεός.
Middle Liddell
[epic gen. and dat. sg. and pl. of θεός.]