θηλυκώνω

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

1. κουμπώνω
2. (για ρούχα) συνδέω τα δύο αντίστοιχα μπροστινά άκρα βάζοντας στις θηλειές του ενός τα κουμπιά ή τις αγκιστρώδεις πόρπες του άλλου
3. (για θύρες ή παράθυρα) κάνω θηλύκωμα, ταιριάζω τους ρεζέδες
4. περιτυλίγω κάτι με ύφασμα ή χαρτί κ.λπ.
5. παρασύρω κάποιον με δόλο και πλεκτάνη σε άτοπες ενέργειες
6. παρασύρω σε ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός. Για τη σημασία βλ. λ. θηλειά].