θρασυεργός

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυεργός Medium diacritics: θρασυεργός Low diacritics: θρασυεργός Capitals: ΘΡΑΣΥΕΡΓΟΣ
Transliteration A: thrasyergós Transliteration B: thrasyergos Transliteration C: thrasyergos Beta Code: qrasuergo/s

English (LSJ)

θρασυεργόν, bold of deed, Nonn. D. 35.365.

German (Pape)

[Seite 1216] mutig handelnd, Nonn. D. 35, 365.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυεργός: -όν, θρασύς, τολμηρὸς ἐν τοῖς ἔργοις, Νόνν. Δ. 35. 365.

Greek Monolingual

θρασυεργός, -όν (Α)
αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -εργός (< έργον), πρβλ. αμπελοεργός, ξυλοεργός].