τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
θριγκῶ, -όω (Α) θριγκός1. τοποθετώ θριγκό σε οικοδόμημα2. συμπληρώνω, ολοκληρώνω.