ιδεάρχης

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ἰδεάρχης, ὁ (Μ)
η πηγή τών ιδεών, η πηγή της νόησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -άρχης (< άρχω), πρβλ. μονάρχης, νομάρχης].