κέδμα

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

κέδμα, τὸ (Α)
(αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα
α) κιρσοί
β) κατά πλάτος διαστολή της κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το κήδω με τη σημ. «ταράσσω, ενοχλώ»].