κέστρωσις

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέστρωσις Medium diacritics: κέστρωσις Low diacritics: κέστρωσις Capitals: ΚΕΣΤΡΩΣΙΣ
Transliteration A: késtrōsis Transliteration B: kestrōsis Transliteration C: kestrosis Beta Code: ke/strwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, encaustic painting, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1426] ἡ, das Eingraben, Graviren mit einem spitzen Eisen, von Hesych. erkl. βαφικὴ μιμουμένη, etwa von enkaustischer Malerei.

Greek (Liddell-Scott)

κέστρωσις: -εως, ἡ, εἶδος ἐγκαυστικῆς ζωγραφίας (;) Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κέστρωσις, ἡ (Α)
είδος εγκαυστικής ζωγραφικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κεστρῶ].