καδδραθέτην
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
v. καταδαρθάνω.
German (Pape)
[Seite 1279] = κατεδραθέτην, Od. 15, 494.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel ao. Pass. (avec sync. et assimil. p. κατεδραθέτην) de καταδαρθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καδδραθέτην ep. indic. aor. act. 3 dual. van καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
καδδρᾰθέτην: эп. 3 л. dual. aor. к καταδαρθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
καδδραθέτην: ἴδε τὸ ῥῆμα καταδαρθάνω.
English (Autenrieth)
see καταδαρθάνω.
Greek Monotonic
καδδρᾰθέτην: Επικ. αντί κατεδραθέτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.