καλλιπάρειος

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρειος Medium diacritics: καλλιπάρειος Low diacritics: καλλιπάρειος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kallipáreios Transliteration B: kallipareios Transliteration C: kallipareios Beta Code: kallipa/reios

English (LSJ)

v. καλλιπάρηος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM καλλιπάρειος, -ον)
αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκοπάρειος, χαλκοπάρειος].

German (Pape)

καλλιπάρῃος, Poll. 2.87.