καμπυλόρρινος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καμπυλόρρινος, -ον)
αυτός που έχει κυρτή, καμπουρωτή μύτη, γερακομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καμπυλόρριν κατά τα επίθ. σε -ος].
German (Pape)
[ῑ], krummnasig, Sp.