καρπολογώ
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
(Α καρπολογῶ, -έω) καρπολόγος
συγκομίζω καρπούς
νεοελλ.
1. (σχετικά με ωφέλεια) απολαμβάνω
2. συλλέγω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον τρύγο, επικαρπολογώ.