καρποφορώ

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

(AM καρποφορῶ, -έω) καρποφόρος
1. παράγω καρπό, είμαι καρποφόρος
2. φέρω αποτέλεσμα, τελεσφορώ («καρποφόρησαν τα λόγια μου»)
μσν.
1. αποκομίζω καρπούς («ἵνα ὁ ἄνθρωπος τὰς ἐντολὰς κυρίου καρποφορῇ»)
2. κερδίζω, αποκτώ
μσν.-αρχ.
κάνω προσφορές, προσφέρω.