καρυηρός
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ά, όν, nut-like, σπέρματα Thphr. HP 1.11.3, cf. 3.11.4.
German (Pape)
[Seite 1331] nußartig, zur Nuß gehörig, σπέρματα Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυηρός: -ά, -όν, εἰς κάρυον ἀνήκων, ὅμοιος καρύῳ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3.
Greek Monolingual
καρυηρός, -ά, -όν (Α)
2. αυτός που μοιάζει με καρύδι («καρυηρὰ σπέρματα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματηρός, οσμηρός)].