κατάκριτος
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
κατάκριτον, condemned, sentenced, κ. γενόμενος ἐπί τινι D.S.33.2, cf. Plu.2.188b; θανάτου to death, Luc.Am. 52, cf. 23, 36; ἡ κ. γενεά Ph.2.411.
German (Pape)
[Seite 1356] verurtheilt, zu verurteilen, = κατακρίσιμος, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
condamné.
Étymologie: κατακρίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάκριτος -ον [κατακρίνω] veroordeeld:. ἐπί θανάτῳ ter dood Plut. CMa 17.4; θανάτου ter dood Luc. 49.52; πονηρίας voor slechtheid Luc. 49.23.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρῐτος: осужденный (γραῦς Plut.; θανάτου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρῐτος: -ον, κατακεκριμένος, καταδεδικασμένος, Διοδ. Ἐκλογ. 592. 61, Πλούτ. 2. 188Α· ὡς θανάτου κατάκριτον, εἰς θάνατον, Λουκ. Ἔρωτ. 52, πρβλ. 23 καὶ 36.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάκριτος, -ον) κατακρίνω
1. αυτός που έχει κατηγορηθεί, αυτός που έχει κατακριθεί («κατάκριτος ἐν τῇ πατρίδι γενόμενος ἐπὶ τῷ τεταπεινωκέναι τὴν ἀρχήν», Διόδ.)
2. αυτός εις βάρος του οποίου έχει επιβληθεί καταδίκη
νεοελλ.
ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος
μσν.
(για τόπο) καταραμένος.