κατάκριτος

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκρῐτος Medium diacritics: κατάκριτος Low diacritics: κατάκριτος Capitals: ΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: katákritos Transliteration B: katakritos Transliteration C: katakritos Beta Code: kata/kritos

English (LSJ)

κατάκριτον, condemned, sentenced, κ. γενόμενος ἐπί τινι D.S.33.2, cf. Plu.2.188b; θανάτου to death, Luc.Am. 52, cf. 23, 36; ἡ κ. γενεά Ph.2.411.

German (Pape)

[Seite 1356] verurtheilt, zu verurteilen, = κατακρίσιμος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
condamné.
Étymologie: κατακρίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάκριτος -ον [κατακρίνω] veroordeeld:. ἐπί θανάτῳ ter dood Plut. CMa 17.4; θανάτου ter dood Luc. 49.52; πονηρίας voor slechtheid Luc. 49.23.

Russian (Dvoretsky)

κατάκρῐτος: осужденный (γραῦς Plut.; θανάτου Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρῐτος: -ον, κατακεκριμένος, καταδεδικασμένος, Διοδ. Ἐκλογ. 592. 61, Πλούτ. 2. 188Α· ὡς θανάτου κατάκριτον, εἰς θάνατον, Λουκ. Ἔρωτ. 52, πρβλ. 23 καὶ 36.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάκριτος, -ον) κατακρίνω
1. αυτός που έχει κατηγορηθεί, αυτός που έχει κατακριθεί («κατάκριτος ἐν τῇ πατρίδι γενόμενος ἐπὶ τῷ τεταπεινωκέναι τὴν ἀρχήν», Διόδ.)
2. αυτός εις βάρος του οποίου έχει επιβληθεί καταδίκη
νεοελλ.
ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος
μσν.
(για τόπο) καταραμένος.