κατάποση

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

η (Α κατάποσις) καταπίνω
το να καταπίνει κάποιος, το κατάπιομα
νεοελλ.
φυσιολ. η λειτουργία με την οποία ο βλωμός κατέρχεται από την κοιλότητα του στόματος διά μέσου του οισοφάγου στο στομάχι
αρχ.
το όργανο με το οποίο γίνεται η κατάποση, ο φάρυγγας και ο οισοφάγος.