καταπόντιση

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

η (Μ καταπόντισις) καταποντίζω
καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιαγμα, πνίξιμο
νεοελλ.
ιατρ. είδος θανάτου από ασφυξία με βύθιση του κεφαλιού μέσα στο νερό
μσν.
είδος ποινής ή θρησκευτικής πράξης κατά την οποία έριχναν τον ένοχο ζωντανό στη θάλασσα ή σε ποτάμι για να πνιγεί.