καταφυλλοροέω
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (LSJ)
shed the leaves: metaph., lose its splendour, τιμὰ κατεφυλλορόησε Pi.O.12.15.
French (Bailly abrégé)
καταφυλλοροῶ :
perdre ses feuilles, s'effeuiller.
Étymologie: κατά, φυλλορροέω.
English (Slater)
καταφυλλοροέω shed leaves met., fade υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε(ν) ποδῶν (O. 12.15)
Greek Monotonic
καταφυλλοροέω: μέλ. -ήσω, ρίχνω τα φύλλα· μεταφ., χάνω τη λαμπρότητά μου, σε Πίνδ.
German (Pape)
die Blätter fallen lassen, das Laub verlieren; überhaupt verwelken, vergehen; τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind. Ol. 12.16.
Russian (Dvoretsky)
καταφυλλοροέω: досл. ронять листья, лишаться листвы, перен. увядать, блекнуть, пропадать (τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φυλλοροέω bladeren verliezen; overdr. glans verliezen.
Middle Liddell
fut. ήσω
to shed the leaves: metaph. to lose its splendour, Pind.