κατηφορίζω
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
(Μ κατηφορίζω) κατήφορος
1. (για έδαφος) είμαι κατηφορικός, είμαι επικλινής, κατεβαίνω («ο λοφίσκος κατηφορίζει σε ρεματιά»)
2. βαδίζω σε κατηφορικό δρόμο
μσν.
μτφ. χειροτερεύω, ξεπέφτω.