καψώνω

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

καψώνω)
ζεσταίνω, καίω
νεοελλ.
1. δεν αντέχω τον καύσωνα
2. μτφ. α) εξοργίζω κάποιον
β) εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυσῶ «ζεσταίνω» (πρβλ. κάψω < καύ-σω)].