κενολεκτώ
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
Greek Monolingual
κενολεκτῶ, -έω (Α)
κενολογώ, μιλώ χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αερολογώ, μωρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -λεκτῶ (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριολεκτώ, ορθολεκτώ].