καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
κενολεκτῶ, -έω (Α)κενολογώ, μιλώ χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αερολογώ, μωρολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -λεκτῶ (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριολεκτώ, ορθολεκτώ].