κερχνωτός

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερχνωτός Medium diacritics: κερχνωτός Low diacritics: κερχνωτός Capitals: ΚΕΡΧΝΩΤΟΣ
Transliteration A: kerchnōtós Transliteration B: kerchnōtos Transliteration C: kerchnotos Beta Code: kerxnwto/s

English (LSJ)

κερχνωτή, κερχνωτόν, roughened, Id.s.v. κατακερχνοῦται: τὰ κ. embossed plate, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κερχνωτός: -ή, -όν, τραχύς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κερχνωτός, -ή, -όν (Α) κέρχνος (II)]
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ κερχνωτά
σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους, ποικίλα».

German (Pape)

trocken, rauh, heiser gemacht, Hesych. S. κεγχρόω.