κηροφόρος

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κηροφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κερί («κηροφόρο φυτό»)
νεοελλ.
αυτός που φέρει, που κρατά κερί
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo κηροφόρον
ο κηροστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρποφόρος.