κηρώνω

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

και κερώνω (ΑΜ κηρῶ, -όω) κηρός
επικαλύπτω, επιχρίω κάτι με κερί («κεκηρῶσθαι τὰ ἔσωθεν τῆς κλεψύδρας», Αιν.)
αρχ.
μέσ. κηροῦμαι, -όομαι
(για μέλισσες) σχηματίζω κάτι για τον εαυτό μου με κερί.