κιλλοβόροι
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
οἱ, = κιλλίβαντες (in a chariot), Poll.1.143.
Greek Monolingual
κιλλοβόροι, οἱ (Α)
μέρος του σκελετού άρματος, οι κιλλίβαντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. χρονοβόρος].