Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλωσσώ

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

κλωσσώ και κλωσσάω
1. (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) επωάζω
2. φρ. «πολύ τά κλωσσά τ' αβγά του» — ασχολείται για πολύ χρόνο με κάτι, χρονοτριβεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλώσσω «κακαρίζω»].