κνίδωση
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
η (Α κνίδωσις)
ο ερεθισμός του δέρματος που προκαλείται από την επαφή με κνίδη
νεοελλ.
ιατρ. οξεία ή χρόνια αλλεργική αντίδραση του δέρματος, η οποία χαρακτηρίζεται από την αιφνίδια εμφάνιση ελαφρά επηρμένων λείων πλακών, χρώματος συνήθως ερυθρότερου ή ωχρότερου από το γύρω δέρμα, που συνοδεύονται από έντονο κνησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνίδη «τσουκνίδα», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. κνιδόω / ῶ].