κνισολοιχία

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσολοιχία Medium diacritics: κνισολοιχία Low diacritics: κνισολοιχία Capitals: ΚΝΙΣΟΛΟΙΧΙΑ
Transliteration A: knisoloichía Transliteration B: knisoloichia Transliteration C: knisoloichia Beta Code: knisoloixi/a

English (LSJ)

ἡ, love of fat or roast meat, Sophil.5.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσολοιχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ λίπος ὀπτοῦ κρέατος, Σώφιλος, ἐν «Συντρέχουσιν» 1.

Greek Monolingual

κνισολοιχία, ἡ (Α) κνισολοιχός
το να επιθυμεί κάποιος με λαιμαργία το λίπος ψητού κρέατος.

German (Pape)

ἡ, Bratenleckerei, Sophilus bei Ath. IX.386f.