κοντολογίς
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
(Μ κοντολογίς)
επίρρ. με λίγα λόγια, σε συντομία («κοντολογίς, μείναμε ξάγρυπνοι χθες βράδυ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντόλογος με κατάλ. -ίς κατά τα ευθύς, νωρίς].