κοσμήτορας
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ)
αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση
νεοελλ.
καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να ανακηρύσσει τους διδάκτορες και να μετέχει ως μέλος στη σύγκλητο του ιδρύματος
αρχ.
(ποιητ. τ. του κοσμητής)
1. εκείνος που παρατάσσει τον στρατό για μάχη («κοσμήτορι λαῶν», Ομ. Οδ.)
2. οδηγός, παιδαγωγός («γηραλέον κοσμήτορα παιδός», Απολλ. Ρόδ.)
3. (στην Αθήνα) ο άρχοντας που επέβλεπε τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοσμη- (πρβλ. ἐ-κόσμη-σα, αόρ. του κοσμῶ) + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ, κτήτωρ)].