κουρεακός
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
κουρεακή, κουρεακόν, gossiping (cf. κουρεῖον), κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5.
German (Pape)
bartscherermäßig, geschwätzig wie ein Barbier, λαλιά Pol. 3.20.5.
Russian (Dvoretsky)
κουρεᾰκός: свойственный цирюльникам (λαλιά Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κουρεακός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς κουρέα, φλύαρος ὡς κουρεύς, Πολύβ. 3. 20, 5.
Greek Monolingual
κουρεακός, -ή, -όν (Α) κουρεύς
όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῦσι τάξιν ἔχειν», Πολ.).