κραβακτήριος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραβακτήριος Medium diacritics: κραβακτήριος Low diacritics: κραβακτήριος Capitals: ΚΡΑΒΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: krabaktḗrios Transliteration B: krabaktērios Transliteration C: kravaktirios Beta Code: krabakth/rios

English (LSJ)

v. sub κράββατος.

Greek Monolingual

κραβακτήριος, -ία, -ον (Μ)
αυτός που ανήκει στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος ή < κράβακτον].