κρανίδιον

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνίδιον Medium diacritics: κρανίδιον Low diacritics: κρανίδιον Capitals: ΚΡΑΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kranídion Transliteration B: kranidion Transliteration C: kranidion Beta Code: krani/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κράνος (A),
A small helmet, IG22.1421.123.
2 [κρᾱν-] Dim. of κρανίον, Paul.Aeg.6.74.

Greek Monolingual

κρανίδιον, τὸ (AM)
μσν.
μικρό κρανίο
αρχ.
μικρή περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μσν. σημ. < κρανίο + υποκορ. κατάλ. -ίδιον. Με την αρχ. σημ. < κράνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].